Λεξιλόγιο    απ΄ το γλωσσικό ιδίωμα του χωριού μας 

 

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

      Αβανιά η, η συκοφαντία

      Αβράτσι το ,  Άγρια και ακλάδευτη αγριελιά η αγκαθωτός θάμνος .

      Αγανός ο ,  Ο χαλαρός .

      Αγκούλα η , Η γκλίτσα , το μπαστούνι . 

      Αγκουνή η ,   α) Το παραγώνι , η γωνιά του σπιτιού κοντά στο τζάκι που καθόταν ο παππούς ή η γιαγιά β) Η γωνιά από το καρβέλι .

      Άει στο χαϊμό – άει στο διάτανο ,  Κάτι μεταξύ άει στο διάβολο και άει στο καλό .

      Αλισίβα η , Νερό βρασμένο και περασμένο μέσα από στάχτη . Χρησιμοποιείται στην πλύση ασπρορούχων στη μπουγάδα και σε μερικά σπιτίσια γλυκά και φαγητά π.χ. ρεβίθια , μουστοκούλουρα κ.λ.π.

      Αμποριά η , Πορτάκι συνήθως από σανίδες , σύρμα η και από ξύλα με κλαδιά . Το βάζουν σε κοτέτσια στάνες , κήπους η και στα σώχωρα .

      Ανασκουμπώνομαι ρ, σηκώνω μέχρι τον αγκώνα τα μανίκια για ν`αρχίσω μια δουλειά χειρονακτική

      Ανατσουτσουρώνω ρ ,  Ανατριχιάζω .

      Αντρομίδα η , χοντρό στρωσίδι καμωμένο από μαλλί κατσίκας . Την έφαινε παλιά στο χωριό μας σε όρθιο αργαλιό και την κεντούσε με πολλά σχέδια και χρώματα η κυρά Πηνελόπη. Αυτή και η αδελφή της Καλομοίρα (χήρες ή γεροντοκόρες)έμεναν σένα χαμόσπιτο στα Μητακιάνικα δηλ. εκεί που σήμερα είναι η αυλή του Αντώνη του Γίδη. Ύφαιναν και ωραιότατες ταγάρες και ταγάρια χρυσοκέντητα.

      Αρταίνω και αρταίνομαι ρ, τρώω σε περίοδο νηστείας κρέας , ψάρι κ.λ.π.

      Ατζάνεμος ο ,  Απάνεμος –μέρος που δεν το πιάνει ο αέρας .

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

 

      Βαρυγκομάω ρ, δυσφορώ , δυσανασχετώ

      Βεδούρα η , Η καρδάρα . Το δοχείο που βάζουν το γάλα κατά το άρμεγμα .

      Βερέμης ο , ο αδύνατος , ο αρρωστιάρης

      Βίσαλο το , Μικρό κομμάτι από ψημένο πηλό συνήθως από κεραμίδι .

      Βριάξω ρ ,   Να τα βρώ .

Για να μην σπάει η στάμνα στην σκαλεθούρα έβαζαν από κάτω θυμάρια . Σ`αυτή τη σκαλεθούρα έκρυβαν και το κλειδί του σπιτιού.

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

 

       Γιαβάσης ο, ο απλός , ο ντόμπρος , ο ήρεμος . Περπατά γιαβάσικα =περπατά ήρεμα νωχελικά

      Γιούκος ο , Τα προικιά της νύφης στημένα τόνα πάνω στ’ άλλο .

      Γιούργια επιρ, όρμα

      Γιουρντάω ρ, ορμάω να χτυπήσω κάποιον

      Γκαβαλίνα η ,  Απορρίμματα γαϊδάρου , αγελάδας .

      Γούρνα η , Η μικρή στέρνα .

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

 

      Διάφορο το , το κέδρος το όφελος

     Δικούλι το , μεγάλο ξύλινο ραβδί με δυο η τρεις διχάλες που ανακάτευαν τ`άχυρα ή έπαιρναν άχυρα μ`αυτό και έδιναν στα ζώα

       Δρολάπι το , βροχή με δυνατό αέρα

      Δρυμώνι το , μεγάλο κόσκινο με στρογγυλές τρύπες συνήθως από τσίγκο που κοσκινίζουν τους καρπούς ,λαθούρι βίκο κ.λ.π.

 εμποδίζω τη βοσκή .

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

 

     Ζάλατα τα , ίχνη ποδιών συνήθως ζώων αλλά και πήρε τα ζάλατα κάποιου λέμε δηλ. ακολούθησε τα χνάρια κάποιου , πήρε τις συνήθειές του .

      Ζαμάνια τα ,  Πολλά χρόνια . Συνήθως λέμε για κάποιον που έχουμε πολύ καιρό να τον δούμε .

      Ζάφτι το ,  Η Νίκη – να σε κάνω ζάντι – να σε νικήσω .

      Η γειτόνισσα μου η γριά Αλέκαινα όταν μικρά παιδιά τ’ Αη Θανασού πηγαίναμε να χαιρετήσουμε για το γιό της , μας φίλευε κουραμπιέδες που τους έβγαζε από το παράκλι της κασέλας και μύριζαν ναφθαλίνη .

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

 

      Καβούλι το, η ανοχή .Η φράση ‘δεν το κάνει καβούλη = δεν το παραδέχεται

      Κακάβι το ,   Μικρός τενεκεδένιος κουβάς για το τράβηγμα , νερού από το πηγάδι . Τέτοιους κουβάδες πολύ παλιά χρησιμοποιούσαν οι βιομηχανίες του χαλβά . Δηλ. τα μαγαζιά έπαιρναν τέτοιους κουβάδες και πουλούσαν λίγο λίγο τον χαλβά .

      Κατσούλι η ,  Η κουκούλα του πανωφοριού .

      Κατσουλιέρα η ,  α) Η κουκούλα της τρίχινης  κάπας του τσοπάνη . β) Το λοφίο του πουλιού κορυδαλλός  γι’ αυτό και λέγεται κατσουλιέρης .

      Κεψές ο , τρυπητή , ρηχή κουτάλα

       Κλουτουνάω ρ, πίνω λαίμαργα ή αναταράζω υγρά σε δοχεία

      Κλουτουνιά η , Η γουλιά στην κατάποση υγρών .

      Κοκοτσέλι το ,  Το πάρα πολύ κρύο .

      Κοντυλάω ρ , Σπρώχνω κτά λάθος , εμποδίζω .

      Κουκουλέντρα η, ο ιστός της αράχνης

      Κουλουράω ρ ,  Κατρακυλάω .

      Κουλούτσι το , Το τυφλό , το θεόστραβο .

      Κούμουλο το ,   Το πολύ γεμάτο , το ξέχειλο .

      Κουντουρός ο , ο κοντός , ο μικρόσωμος

      Κούρμουλος ο ,  Μικρός όχθος από χώμα και στην κορφή του ένα κλαδί από σχίνο . Δηλώνει ότι απαγορεύεται η βοσκή σ’ αυτό το χωράφι .Κουρμουλιάζω  -

       Κρισάρα η, ψιλή σήτα που «κρησάριζαν» οι νοικοκυρές το αλεύρι πριν ζυμώσουν . Έτσι περνούσε το καθαρό αλεύρι και έμενε το πίτουρο στην κρησάρα  (σίτα)

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

 

      Λαγάζω ρ ,   Περιμένω να ηρεμήσουν τα πράγματα να καταλαγιάσει ο θόρυβος , να κοπάσει ο θόρυβος . Κάθομαι κάπου φοβισμένος , κρυμμένος .

      Λάγιος ο ,   Μαυριδερός ( λάγιο αρνί – μαύρο αρνί ).

      Λάκα επιρ, α) τρέχα β) ένα ίσιο ανοιχτό μέρος

       Λαπατσάζω ρ, κλαίω πολύ . Λαπάτσασε στο κλάμα =έσκασε στο κλάμα

      Λιμούρης ο, ο πολύ αδύνατος κυρίως στο πρόσωπο

      Λουμάδα η , τρυφερό νέο κλαδί δέντρου

      Λυμάρι το , Το χερόβολο δηλ. τα θερισμένα στάχυα που πιάνει το χέρι του θεριστή .

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

 

      Μαγαρισμένο το ,  Το ποντίκι .

      Μαδαρός ο ,  Ο γυμνός .

      Μαστραπάς ο ,  Γυάλινη η πήλινη κανάτα νερού η κρασιού .

     Ματαδένω ρ. μετακινώ πιο πέρα το παλούκι των ζώων που έχω δέσει στη βοσκή

      Ματινές ο, γυναικείο ρούχο που φοριόταν πάνω από το φουστάνι , κάτι σαν μπλούζα. Υπήρχε χειμωνιάτικος και καλοκαιρινός ματινές (τσιτένιος η μεταξωτός ο καλός )Πάντα είχε ζώνη από το ίδιο ύφασμα στη μέση.

      Μελούτη η ,  Κούνια για μωρά καμωμένη από ακατέργαστο δέρμα και καλάμια . Την κρεμούσαν στον ώμο τους οι γυναίκες και κουβαλούσαν έτσι τα μωρά τους στις δουλιές τους , στο θέρος , στον τρύγο , στ’ όργώμα , στις ελιές κ.λ.π. Παντού έβλεπες τις μελούτες κρεμασμένες στα δέντρα .    

      Μεσάλι το ,  Αρχικά πεσκίρι . Το ύφασμα που δίπλωναν τα καρβέλια για να φουσκώσουν και να τα φουρνίσουν μετά . Συνήθως είναι από καρό άσπρο μπλε αλατζά .

      Μόσκος ο ,  Το αρωματικό φυτό δυόσμος , αλλά και ευχή για τα μωρά που ρεύονται ΄΄ μόσκος του ΄΄ λέμε .

      Μουραχάσας ο, ο χαζός

       Μουρουγκλός ο, ο βαρύς , ο αμίλητος , ο ακοινώνητος

      Μπακράτσι το, μικρό δοχείο με χέρι , κυρίως η αγιαστούρα του Παπάς  

       Μπάμπαλο το , πολυλογάς

    Μπάσιά η συνωστισμός ,ουρά, πολύς κόσμος.

      Μπέκιαμ (ου) επιρ άραγε ; μήπως; Από το τουρκικό μπέλκιμ

      Μπλασρώνω ρ, λιώνω κάτι κυρίως με τα πόδια

      Μπόλκα η, γυναικείο πανωφόρι , η ζακέτα

      Μπούσουλα επίρ.   Περπατώ με τα τέσσερα .

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

 

      Ντάβαλα τα , Οι φασαρίες .

      Νταβάς ο, το χαλκοματένιο ταψί   

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

 

      Ξάγι το ,  Μονάδα μέτρου για το στάρι και της ελιές που ισοδυναμεί με τενεκέ πετρελαίου .

      Ξαργού επίρρημα ,  Επίτηδες , αποκλειστικά  .

      Ξεματιάζω κουκιά ,  Βγάζω τη μαύρη γραμμή ( μάτι ) από τα ξερά κουκιά πριν τα βράσω .

      Ξεματιάζω ρ ,  Ξεβασκάλω – λέω λόγια βασκανίας . 

      Ξεφταλαγιάστηκα, τρόμαξα

      Οϊντίζουμε ρ, ταιριάζουμε

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

 

      Παράκλι το ,   Της παλιάς κασέλας ένα κρυφό μέρος είδος μικρής κασετίνας που εκεί η νοικοκυρές έκρυβαν πολύτιμα πράγματα , δηλ . στεφανοχάρτια , συμβόλαια , προικοσύμφωνα  , λεφτά ,κοσμήματα , γράμματα , φωτογραφίες κ.λ.π.

      Πατατούκα η , Το βαρύ πανωφόρι .

      Πετακοί οι ,  Τα μικρά σκουλήκια που κάνει το μπαγιάτικο στάρι .

     Πινιότα η , μικρό πήλινο δοχείο με δυο χέρια (σαν τη στάμνα μόνο που το στόμιο της είναι πιο μεγάλο)που έβαζαν μέσα ελιές , παστό κρέας γουρουνιού ,λίγδα κ.λ.π.

      Πίσπιλο το ,  Το πολύ γεμάτο .

      Πλήμα εντελώς γεμάτο (ακόμη το λέμε και σε περίπτωση που γινόμαστε μούσκεμα που βρεχόμαστε ) Ακόμα λέμε και ένα είδος χοιροτροφής αποτελούμενη από πίτουρο και νερό σε αραιό χυλό

      Ποκωλώνεις ρ ,  Μου γυρίζεις την πλάτη .

      Πολαχάνει ρ ,  Να κρυώσει λίγο το φαγητό .

      Ποράβδια και μπορμπολόγια τα , Οι ελιές που μένουν μετά το ράβδισμα και το μάζεμα από τους ιδιοκτήτες . Αυτές λοιπόν που μένουν στα δέντρα και πέφτουν μόνες τους τις μαζεύουν γυναίκες που δεν έχουν δικά τους δέντρα οι μπορμπολογούδες . 

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

 

      Ρέγει η μίξα του ,   Ενδιαφέρεται πολύ .

      Ρεκάζω ρ, κλαίω δυνατά , σκούζω

      Ρουγκλάω ρ, πίνω κάτι γρήγορα και με βουλιμία κάνοντας μάλιστα και θόρυβο (λέγεται  σε πότες =άντε ρούγκλατω εννοείται το ποτό)

      Ρουσάλια  τα,   Οι δρόμοι .΄΄Πήρε τα ρουσάλια ΄΄λέμε .

    Σβανάς ο , το πριόνι (χειροπρίονο)

      Σβούλος ο , Μεγάλο κομμάτι τυρί .

      Σίφος ο , Το πέτρινο η πήλινο δοχείο που πίνουν νερό η κότες .

      Σκαέτια τα ,  Τα παράπονα .

     Σκαλεθούρα η, τρύπα σε σχήμα όρθιου ορθογώνιου που την έφτιαχνε ο χτίστης και εσωτερικά και εξωτερικά στους τοίχους . Δεξιά και αριστερά στα τζάκια έφτιαχναν μικρές. Δίπλα σε κάποιο παράθυρο έφτιαχναν μια μεγαλύτερη όπου έβαζαν το σταμνί με το πόσιμο νερό. Έξω από την πόρτα έφτιαχναν μια μεγάλη μέσα στην οποία τοποθετούσαν ξαπλωτή τη μεγάλη στάμνα με το νερό που το έφερναν από το πηγάδι . Τη στάμνα αυτή την έκλειναν συνήθως με κουκουνάρι για να μην τρέχει το νερό και την κουβαλούσαν στους ώμους οι γυναίκες κρατώντας την από το ένα χερούλι .

         Σκάμνα η, είδος μεγάλου μακρόστενου σταμνιού που έστηναν επάνω τον «γιούκο»

     Σκολάδα η, άτεκνη ,εκείνη που δεν κάνει παιδιά

      Σκορπαλευρού η ,   Η σπάταλη .

      Σκυλοπούνια τα , Τα μυρμήγκια .

      Σούληνας ο,  Ο χώρος μεταξύ των εξωτερικών τοίχων δυο γειτονικών σπιτιών ίσα που να χωράει να περάσει ένας άνθρωπος .

      Σούνταχα επιρ. Πριν καλά ξημερώσει

      Σταχτοπάνι το ,  Ένα που το έβαζαν οι νοικοκυρές πάνω από την κόφα που είχαν μέσα μισοπλυμένα  ρούχα . Η κόφα έμπαινε σε καζάνι η σε σκάφη . Στο σταχτοπάνι έβαζαν στάχτη και έριχναν κάθε τόσο ζεματιστό νερό ώστε να γίνει αλισίβα  και να πλυθούν καλά τα ρούχα .  

      Σφεντουράω ρ, πετάω κάτι με μεγάλη δύναμη (κυρίως πέτρες ) γι`αυτό και σφεντόνα

     Σώχωρο το ,  Μικρό οικόπεδο στο σπίτι που χρησιμοποιείται για τα ζώα . Εκεί τα δένουν το καλοκαίρι . Συνήθως το σπέρνουν γρασίδι .

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

 

      Ταγάρι,  το , σάκος σακούλι που κρεμόταν από πλεκτό ταγαρόσκοινο καμωμένο από μαλλί κατσίκας ή πρόβατου σε όρθια αργαλιά . Χιλιοκεντημένα  στην ύφανση με πολλά χρώματα και σχέδια τα χρησιμοποιούσαν για τσάντες στα παζάρια που πήγαιναν για ψώνια , στις κουμπαριές και στα ταξίδια . Ξακουστά ταγάρια είναι τα Παρθενιάτικα

      Τάλαρος ο, μικρός ξύλινο δοχείο που έβαζαν συνήθως τις ελιές ή το τυρί αλατισμένο να ψηθεί μέσα εκεί προτού το βάλουν στα δερμάτια ή στους τενεκέδες

      Ταρίζω ρ, α(πετυχαίνω στο στόχο ή βάζω τα πράγματα σε ίσια γραμμή β)πηγαίνω τα γελάδια σε καθορισμένο μέρος για βοσκή . Παλιά που είχαν όλες οι οικογένειες αγελάδες εμείς τα παιδιά παρέες παρέες τις παίρναμε τ`απογεύματα και τις ταρίζαμε στα βουνά . Εκεί έβοσκαν όλη τη νύχτα και τα πρωινά. Το μεσημεράκι γύριζαν μόνες τους για νερό στις γούρνες των δυο πηγαδιών που βρίσκονταν στη θέση που σήμερα είναι το κοινοτικό κατάστημα .Όλοι όσοι είχαμε «ταρισμένα» αγελάδια τα περιμέναμε και η χαρά μας ήταν μεγάλη μόλις τα βλέπαμε ν`αγναντεύουν .  Τα ποτίζαμε λοιπόν και τα στέλναμε πάλι για βοσκή αφού τα συνοδεύαμε λίγο προς τις ρίζες του βουνού . Αυτό γινόταν σχεδόν ολόκληρο το Καλοκαίρι .

      Τζερεμές ο ,   Ο κακοπληρωτής . 

      Τουταρού επιρ κανονικά

     Τρατάρω ρ ,   Κερνάω .

     Τριβαρίζω ρ , Τρώω καλά Πολύ φαγητό .

    Τσαϊρι το , στρωσίδι υφαντό από τρίχωμα κατσίκας

      Τσαούλια τα ,  Τα χείλη , τα ρουθούνια .

      Τσιπάρι το ,  Ο κήπος με τα λαχανικά που έχουμε στην αυλή μας .

      Τσούλι το , πολύ χοντρή κουβέρτα από μαλλί πρόβατου που έχει υφανθεί από χωριάτικο αργαλιό και έχει « μπάσει»στη νεροτριβή

      Τσουράπια τα , οι χοντρές μάλλινες κάλτσες

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

 

     Φιλευώ ρ ,   Κερνάω. Δίνω κάτι στους επισκέπτες .

     Φιλιάτικα  τα , Κεράσματα . Παλιά φιλιάτικα λέγαμε σύκα , σταφίδες , σουτζούκια , ρόδια , καρύδια ,αμύγδαλα κ.λ.π.

      Φιλιότσα η ,  Βαφτισιμιά .

      Φραγκάζομαι  ρ ,  Ακούω με προσοχή  , στήνω αυτί .

      Φταρώνω ρ ,  Τρομάζω .

    Χαράμι το , μεγάλο πολύ μεγάλο τρίχινο άγριο σακί που έβαζαν τ`άχυρα τ`άδιαζαν στον αχυρώνα από μια τρύπα που άνοιγαν στη στέγη

      Χασομέρι το , το καθισιό , η απραξία

      Χωραφιάρης ο ,  Ο αγροφύλακας .