Όταν πρόκειται να γίνει ένα προξενιό , ο πατέρας του γαμπρού στέλνει ένα φιλικό πρόσωπο στο σπίτι της νύφης να κουβεντιάσει με τον πατέρα της .
Αν ο πατέρας ήθελε το γαμπρό έλεγε στον προξενητή να συναντηθούν οι δυο συμπεθέροι να συζητήσουν την προίκα .
Τις περισσότερες φορές πριν γίνει η συνάντηση , για να μην εκτεθούν τα δυο σπίτια αν δεν συμφωνούσαν στο θέμα της προίκας , ζητούσε ο πατέρας του γαμπρού , να γράψει ο πατέρας της νύφης σ`ένα χαρτί τι ακριβώς της δίνει . Χτήματα , ελιές , αμπέλια , σπίτια , ζώα , χρήματα αν υπήρχαν . Παλιά είχαν τις χρυσές λίρες . Διαβάζονταν το χαρτί οι άνθρωποι του γαμπρού ή έμεναν σύμφωνοι ή όχι . Αν ναι τότε όριζαν ένα Σάββατο βράδυ συνήθως 10 η ώρα να πάνε στο σπίτι της νύφης να δώσουν «λόγο» . Ο πατέρας λοιπόν , η μάνα και ο γαμπρός χωρίς κανένας να τους δει πήγαιναν στο σπίτι της νύφης . Η νύφη συνήθως ήταν κρυμμένη σ`ένα άλλο δωμάτιο . Την φώναζαν όταν έκλεινε το συμπεθεριό. Γιατί πολλές φορές δεν συμφωνούσαν , επειδή την τελευταία στιγμή ζητούσαν και κάτι άλλο .
Αν τελείωνε το προξενιό έδιναν όλοι τα χέρια πίνοντας στην υγειά του καινούργιου ζευγαριού . Η νύφη φιλούσε με σεβασμό το χέρι του πεθερού και της πεθεράς , το ίδιο και ο γαμπρός . Φώναζαν μετά και λίγους συγγενείς και άρχιζαν το γλέντι και φαγοπότι , ανταλλάσσοντας ωραία τραγουδάκια .
Χίλιος καλώς αγνάντεψε
Ο ήλιος στην αυλή σας
Κι ήρθε ο γαμπρός
Στο σπίτι σας
Κι όλοι η χαρά δική σας.
Γαμπρό μου σου τη δίνουμε
Σου πέφτουμε μινέτι
Ν`αφήνεις τη νυφούλα μας
Ν`άρχεται να μας βλέπει.
Το πρωί μπροστά ο γαμπρός με τη νύφη και πίσω οι οικογένειές τους πήγαιναν στην εκκλησία για να «φανερωθούν» Όταν σχολάσει η εκκλησία τους εύχεται όλο το χωριό τα « καλορίζικα»
Να ζήσει ο προξενητής
Που έκανε την κρίση
Και ζύγωσε τη λεμονιά
Κοντά στο κυπαρίσσι
Γαμπρός και νύφη ταπεινή
Ο Θεός να τους πολυχρονεί