Τα ριζικά

 

Ανοίξαμε τα ριζικά

Να βγει ο άσπρος κρίνος

Απ`όλα τα ονόματα

Μ`αρέσει ο Κωνσταντίνος

 

   Αυτό το τετράστιχο  λεγόταν την ώρα που το άσπρο κεντημένο πετσετάκι τραβιόταν από τον μαστραπά που σκέπαζε.

   Ριζικά : Έθιμο ξεχασμένο στις μέρες μας. Γιορτάζονταν πάντως στο χωριό μας πολλά χρόνια πριν ανήμερα Κων/νου και Ελένης στις 21 Μάη.

    Η διαδικασία άρχιζε από το βράδυ . Νέος ή νέα και παρέα ολόκληρη έπαιρναν ένα μαστραπά από μια νιόνυφη που είχε παντρευτεί εκείνο το χρόνο καθώς και ένα  πετσετάκι. Στο μαστραπά έβαζαν νερό μέχρι τη μέση από το πηγάδι παλιά , βρύση αργότερα . Σ`όλη τη διαδρομή από το σπίτι της νιόνυφης μέχρι το πηγάδι και αντίστροφα ο νέος , η νέα ή και η παρέα δεν μιλούσαν σε κανέναν αλλά ούτε και μεταξύ τους . Έφερναν «τ`αμίλητο νερό» .

     Ο μαστραπάς λοιπόν με το νερό έπαιρνε θέση ή στο σπίτι της τότε νιόνυφης ή σε κάποιο καφενείο.

    Κάθε νέος ή νέα (ανύπανδροι ) έριχναν μέσα στο νερό κάποιο δικό τους αντικείμενο: κουμπί , σκουλαρίκι , δαχτυλίδι ,  χάντρα , σταυρουδάκι , τσιμπιδάκι κ.λ.π. Ο μαστραπάς πάντα σκεπασμένος με το πετσετάκι .

    Το απόγευμα της γιορτής του Αγίου Κων/νου γινόταν το άνοιγμα των ριζικών ως εξής .

     Πρώτα λεγόταν από κάποιον ένα τετράστιχο και μετά ο νεαρός (που έπρεπε να είχε πατέρα και μάνα) έχωνε το χέρι κάτω από το πετσετάκι μέσα στο μαστραπά και τραβούσε στην τύχη κάποιο αντικείμενο . Τα γέλια και οι φωνές δεν λέγονται κάθε φορά που τραβιόταν και ένα αντικείμενο . Αν μάλιστα το τετράστιχο ήταν και σατιρικό και καταλαβαίνετε τι χαλασμός γινόταν .

   Όταν έφευγε και το τελευταίο αντικείμενο από τον μαστραπά ακολουθούσε γλέντι όπου συμμετείχαν όλοι οι κάτοικοι.

   Τετράστιχα που έλεγαν στα ριζικά :

 

Τα μάτια σου είναι δικαστές

Κρητίδες τα μαλλιά σου

Και με καταδικάζουνε

Να σούρνω το σεβυτά σου

 

Ξύπνα κι αγγέλους δε θα ιδείς

Μήτε Θεό μπροστά σου

Θα δεις εκείνος π`αγαπάς που λαχταρεί η καρδιά σου

 

Αγάπα με Θεοτικά

Κι όχι μαργιολεμένα

Σαν τα σχοινιά του καραβιού

Που είναι σφιχτά δεμένα

 

Το χέρι σου το παχουλό

Να τόχα μαξιλάρι

Δε θα φοβόμουνα ποτές

Ο χάρός να με πάρει

 

Είσαι κοντή κοντούτσικη

Κοντή σαν το πιθάρι

Καρδαροβύζα και παχιά

Κανείς δεν θα σε πάρει

 

Είναι και μπάμιες τρυφερή

Είναι και μαραμένες

Πιότερους αγαπητικού

Έχουν οι παντρεμένες

 

Να χαμηλώναν τα βουνά

Νάβλεπα την Αθήνα

Νάβλεπα την αγάπη μου

Πώς περπατά σαν χήνα

 

                                                                                                                                                                                

 

    Το έθιμο αυτό επαναλαμβανόταν πολύ παλιά και της Αναλήψεως ή και τ`αη Γιάννη (24 Ιουνίου) . Τότε λεγόταν ένα άλλο τραγούδι.

 

Άνοιξε κλείσε κλείδωνα

Να βγουν τα κλειδωμένα

Να βγουν τα καλορίζικα

Τα καλομοιραμένα

 

Και πάλι ξανανοίχτε τα

Να βγει και το δικό μου

Να βγει το καλορίζικο

Το καλοριζικό μου.

 

Ανοίξατε τον κλείδωνα

Με τ`Αγιαννιού τη χάρη

Ποιος είναι ο καλορίζικος

Να έρθει να με πάρει

 

Παπαδοπούλα του παπά

Αγάπαμε κι εμένα

Να τον εκάνω τον παπά

Χωρίς μαλλιά και γένια