Η μπουγάδα

 

   Δεν μπορεί κανείς να πει πως ήταν μόνο έθιμο περισσότερο ήταν τρόπος επικοινωνίας των γυναικών μεταξύ τους και της ανάπτυξης κοινωνικών σχέσεων το ομαδικό αυτό πλύσιμο των ρούχων. Αυτό γινόταν είτε σε κάποιο πηγάδι φίλης , γειτόνισσας ή κουμπάρας πηγάδι που είχε στο περβόλι ή στον «Παρθενιάτη» ρέμα που είχε νερό χειμώνα καλοκαίρι .

    Συνδυασμός δουλειάς και συζήτησης , επίδειξη προίκας και νυφοπάζαρου. Λίγες οι ευκαιρίες των γυναικών να πουν τα δικά τους . Μόνο σε γάμους , βαφτίσια , κηδείες , εκκλησία και κάπυ κάπου λίγη «γειτονιά» με τη ρόκα ή το πλέξιμο τα μεσημέρια στον ίσκιο της «μπασιάς» (είσοδος κάποιας αυλής ή σταυροδρόμι)

     Από βραδύς με ταχυδρόμους τα παιδιά γινόταν η συνεννόηση στο πού θα πάνε για μπουγάδα . Συνήθως πήγαιναν στον Παρθενιάτη και μάλιστα σ`ένα μέρος βαθύ του ποταμιού που κρατούσε πολύ νερό του «Βούθουνα». Το φαγητό για τον άντρα και τα παιδιά που πήγαιναν σχολείο καθώς και το δικός ετοιμαζόταν από βραδύς.

   Πρωί σούνταχα σαμάρωνε το γαϊδούρι , φόρτωνε τον μπόγο με τ`άπλυτα πούταν στο ταρπί ή στην κόφα , το καζάνι ,τη σκάφη , σαπούνια (σόδας και λαδιού που τ`αφτιαχνε μόνη της) και κόπανο. Στο ταγάρι το φαγητό .

    Ξυπνούσε τα παιδιά που δεν πήγαιναν σχολείο (τα`αλλα τα ετοίμαζε ο πατέρας) τάβαζε πανωσάμαρα στο γαϊδούρι , έδενε στο «κολικάτσι» του σαμαριού τις γίδες ή τις προβατίνες και δρόμο για την μπουγάδα .

    Εκεί τα παιδιά έτρεχαν να μαζέψουν κλαριά και ξύλα . Η μητέρα πάνω σε δυο μεγάλες ορθογώνιες πέτρες τοποθετούσε το καζάνι. Με το «κακάβι»(κουβά)  το γέμιζε νερό. Άναβαν τη φωτιά. Το νερό έπρεπε να είναι καυτό . Τακτοποιούσαν τη σκάφη (ξύλινη πάντα) πάνω σε πέτρες πλακουτές . Ετοίμαζαν τη στάχτη . Σ`ένα τενεκέ πετρελαίου έβαζαν στάχτη από το φούρνο μέχρι τη μέση και μετά έριχναν καυτό νερό. Στο καζάνι έριχναν και φύλλα συκιά και μυρτιά για άρωμα για να σαπουνώσει το νερό και να βγάνει πιο καλά η βρώμα.

   Όταν κατακάθιζε η στάχτη με την αγκιλιά (το μισό της νεροκολοκύθας) έβγαζαν το νερό και τόριχναν στο   καζάνι . Αυτό γινόταν πολλές φορές.

      Αφού έπλεναν τα ρούχα πρώτο χέρι τα τοποθετούσαν ανοιχτά μέσα στο ταρπί αν ήταν πολλά ή στην κόφα αν ήταν πιο λίγα , που ήταν επενδυμένα μ`ένα άσπρο σεντόνι για τα`ασπρόρουχα ή με ένα φαντό φουστάνι που το έβαζαν ανάποδα (το φαρδύ προς τα πάνω ) αν τα ρούχα ήταν σκούρα. Πάνω από τα μισοπλυμένα ρούχα έβαζαν ένα γερό σταχτοπάνι που είχε σταχτή και ρίχνανε κατά καιρούς καυτό νερό που περνούσε μέσα από τη στάχτη και πότιζε τα ρούχα η αλισίβα . Στράγγαγε δε σ`ένα ταψί που υπήρχε κάτω από την κόφα ή το ταρπί.

   Απ`αυτό το στραγγισμένο νερό λούζονταν οι γυναίκες αλλά και όλα τα παιδιά που μαζεύονταν μετά το σχολείο στο ρέμα ή το πηγάδι που ήταν η μπουγάδα.

    Το γιόμα έτρωγαν φλυαρούσαν «ματάδεναν» τα ζωντανά . Ήταν η γλυκιά ώρα του κουτσομπολιού. Το «άνοιγμα» της μπουγάδας γινόταν γρήγορα. Έβγαζαν τα ρούχα από το ταρπί ή την κόφα τα περνούσαν ένα γερό σαπούνισμα με ζεστό νερό και τάριχναν στο βούθουνα για ξέβγαλμα .

    Ξυπόλητες και με σηκωμένα τα φουστάνια μέχρι το γόνατο , ξέβγαζαν , έστυβαν , άπλωναν στα θυμάρια και στους άλλους θάμνους ενώ το κουβεντολόι και οι φωνές των παιδιών δεν σταματούσαν.

   Τελευταία γινόταν το «κοπάνισμα» . Τα χοντρά ρούχα και τα στρωσίδια τάριχναν από το πρωί στο ρέμα για να μουλιάσουν αφού τους έβαζαν από πάνω πέτρες για να μην τα παρασύρει το νερό .

  Με τον κόπανο (ξύλινο ήταν) έβαζαν λίγο λίγο τα ρούχα πάνω σε μια πέτρα πλατιά και γερή και το κοπάνιζαν δυνατά να φύγει η βρωμιά. Το ξέβγαζαν μετά και τ`άπλωναν.

     Με το πέσιμο του ήλιου πίσω απ`το Σερβούνι οι μανάδες φώναζαν τα παιδιά και όλοι μαζί ξεχύνονταν και μάζευαν τ`απλωμένα ρούχα . Τα δίπλωναν και τάβαζαν στο πλυμένο και καθαρό ταρπί. Φόρτωναν τα πράγματα στο γαϊδούρι έδεναν τα ζα στο κολικάτσι του σαμαριού , τα παιδιά καβάλα πανωσάμαρα και στα καπούλια και γύριζαν στο σπίτι.  

   Αυτό γινόταν αρκετές φορές το χρόνο γιατί φυσικά το πλύσιμο δεν σταματούσε στο σπίτι. Το καζάνι ήταν πάντα στημένο σε μια άκρη της αυλής.